μυριοταγόν

μυριοταγόν
μυριοταγός
leader of a countless host
masc acc sg
μυριοταγός
leader of a countless host
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυριοταγός — μυριοταγός, ὁ (Α) (πιθ. γρφ.) ο αρχηγός μυρίων, δηλ. αναρίθμητων ένοπλων ανδρών («Μάρδων ἀνδρῶν μυριοταγόν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ταγός «αρχηγός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”